Είναι βράδυ, κατά τις 8.00, Ιούνιος μήνας, ακόμα έχει φως και κάνει ζέστη. Η Κ. δουλεύει όλη την ημέρα στο κομπιούτερ και δεν μου δίνει καμία σημασία.
Σκάω. Είμαι ανήσυχος, γιατί έχω ραντεβού στον Λυκαβηττό με μια Δαλματίνα όλο γλύκα…
Θα πάμε; Δεν θα πάμε; Κι αν πάμε κι εκείνη δεν έρθει; Κι αυτή η Κ. μοιάζει σαν κολλημένη στην καρέκλα, δεν τη βλέπω να σηκώνεται. Βάζω μπρος τα μεγάλα μέσα. Πάω πάνω-κάτω στο δωμάτιο ξεφυσώντας και κοιτάζοντάς την επιτιμητικά. Κάποια στιγμή εδέησε να γυρίσει να με δει. Κοίταξε μια το κομπιούτερ και μια εμένα και με μισή καρδιά, το τονίζω αυτό, μου είπε το περίφημο: «Άντε, πάμε τη βόλτα μας». Ξέρω ότι, όταν το πει, δεν πρέπει να αρχίσω να πηδάω και να τρέχω, γιατί νευριάζει και με καθυστερεί. Πρέπει να περιμένω να ετοιμαστεί, να μου βάλει το λουράκι ενώ κάθομαι ακίνητος, να βρει τα κλειδιά της… Πρέπει να περιμένω να βγει πρώτη από την πόρτα, καθώς το παίζει αφεντικό, κι αν πεταχτώ έξω πρώτος, ξαναρχίζουμε από την αρχή. Τι περιμένεις; Δίποδα! Παράλογα όντα.
Ανεβαίνουμε στον Λυκαβηττό, όπου βρίσκουμε όλη την παλιοπαρέα μαζεμένη ήδη. «Είδες, είναι όλοι εδώ, μόνο εμείς έπρεπε να έρθουμε τελευταίοι των τελευταίων!»
Γκρινιάζω, αλλά η αλήθεια είναι ότι ο λόγος είναι άλλος. Η Δαλματίνα μου λείπει. (Εννοείται ότι είμαι κύριος, δεν θα αποκαλύψω το όνομά της.) Με έστησε, σκέφτομαι περίλυπος, όμως δίνω κουράγιο στον εαυτό μου. Ανεβαίνω ανόρεχτος, μέχρι που στη στροφή της βρυσούλας τη βλέπω ξαφνικά μπροστά μου. Πέταξα από χαρά. Τρέχω προς το μέρος της, αλλά και πάλι σταματώ. Είναι με τον Ροδόλφο. Όμορφος, ψηλός, racy, πώς είμαι εγώ; Καμία σχέση! Δεν είμαι όμως από αυτούς που το βάζουν κάτω! Θα τη διεκδικήσω! Δεν χρειάστηκε να κουραστώ, ο Ροδόλφος έφυγε γρήγορα από τη μέση. «Μου τον προξενεύουν οι μαμάδες μας», μου είπε η μικρή μου όταν τον ξεφορτωθήκαμε, «αλλά εγώ…» Κατάλαβα. Δεν την άφησα να συνεχίσει, δεν πρέπει ποτέ να αφήνεις τα κορίτσια να εκτίθενται, δεν τους αρέσει. Την πείραξα για να ξεπεράσουμε την αμηχανία: «Στο δρόμο σού σφυρίζανε και σε φωνάζαν Γκόλφω, μα ευτυχώς τον Τάσο σου τον λέγανε Ροδόλφο». Γελάσαμε και πήγαμε λίγο παράμερα, για να τα πούμε με την ησυχία μας. Και τότε δεν φαντάζεστε τι έγινε! Η Κ., αναίσθητη εντελώς, είχε τη φαεινή να με φωνάξει να γυρίσουμε σπίτι! Αποφάσισα να δράσω αστραπιαία. Πήρα την Γκόλφω μου και εξαφανιστήκαμε. Μάταια με έψαχνε όλη τη νύχτα, η κακούργα.
Απ’ ό,τι έμαθα μετά, γυρνούσε πάνω-κάτω στον Λυκαβηττό, με τα πόδια και με το αυτοκίνητο, φωνάζοντάς με και δίνοντας δεξιά και αριστερά το κινητό της, μήπως με δει κανείς. Εγώ (μη φανταστείτε τίποτα πονηρό) πήγα την Γκόλφω στη μαμά της, την παρέδωσα, την ακολούθησα όμως για να μάθω πού μένει, και φυσικά ξενύχτησα στα σκαλοπάτια της. Πιο πολύ για να σκάσει, η στρίγγλα!
Την άλλη μέρα, κατά τις 10.30, γύρισα σπίτι και γρατσούνισα την πόρτα. «Μπελά!» ούρλιαξε από μέσα και ξέσπασε σε κλάματα. Ας πρόσεχε!
Περισσότεροι… Μπελάδες
διαφήμιση
Στα Κύθηρα με τον Χανς και τον Χ.
Το πρώτον της ζωής μου ταξείδιον (Μέρος 2ον)
Το πρώτον της ζωής μου ταξείδιον
ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΣΧΟΛΙΑ