Κάθε μέρα, καθώς πλησιάζουμε στο μέρος όπου ζούσε πριν συγκατοικήσουμε, τρέχει προς το παρκάκι και -παρά το γεγονός ότι έχει αρχίσει πια να μη φοβάται όσο πριν- γαβγίζει στον πρώτο άνθρωπο που θα δει. Προσπάθησα να βρω μια λογική. Δεν υπήρχε. Η συμπεριφορά του είναι η ίδια, ανεξάρτητα από το αν συναντά άντρα, γυναίκα, νέο, γέρο, λευκό, έγχρωμο… Τώρα πια, μετά από 9 μήνες καθημερινής παρατήρησης, έχω πειστεί πως το γάβγισμα δεν είναι τίποτε άλλο από ειδοποίηση προς τους φίλους του: «Ο άσωτος ήρθε». Δεν περνά κλάσμα του δευτερολέπτου και εμφανίζονται ένας-ένας. Ο Προκόπης (μεγάλωσαν μαζί) με το κουτσαβάκικο βάδισμά του. Ο Καίσαρας και ο Γκούφυ -το αχτύπητο ντουέτο- με ταχύτητα 1.000 χλμ. την ώρα. Ο Λάκης (εκ του Σουβλάκης, γιατί βρέθηκε βαριά τραυματισμένος έξω από ένα σουβλατζίδικο), πιο επιφυλακτικός. Και φυσικά, η «κολλητή» του, η Λίζα. Ο Μπλάκι τούς υποδέχεται χοροπηδώντας σαν αλεπού (όσοι έχουν δει την εξαιρετική ταινία «Το παιδί και η αλεπού» του Λικ Ζακέ θα καταλάβουν τι ακριβώς εννοώ).
Αυτές είναι και οι στιγμές που νιώθω παρείσακτη. Η κομπανία αρχίζει το παιχνίδι, αφού παραλάβει έκαστος το σκυλομπισκοτάκι του. Μετά από λίγο -εγώ περιμένω στο παγκάκι- αρχίζει η βόλτα μας στο λόφο. Τώρα πια δεν έχω το φόβο ότι θα εξαφανιστεί ο νεαρός μου. Εχει εξελιχθεί σ’ ένα υπάκουο πλάσμα που, μόλις ακούσει την αγριοφωνάρα μου «τωωωώρα!», έρχεται με τις μπάντες, όπου κι αν έχει ξεστρατίσει.
Ώρες-ώρες, φυσικά, με πιάνουν υστερίες και υπερβολές. Εκεί που τρέχει χαρούμενος, πετάω ένα «τώρα» από φόβο ότι ίσως να τσακωθεί με το σκυλί που έρχεται από τη στροφή κι εκείνος ο καημένος παρατά τους φίλους του κι έρχεται στο πλάι μου. Μετά συνέρχομαι και σκέφτομαι: «Τόσον καιρό που ήταν αδέσποτος, δεν είχε εμένα να τον προστατεύω. Ας τα βγάλει πέρα μόνος του». Μόνο μία φορά έχω διαψευστεί, όταν ένα Xάσκι τον φιλοδώρησε με δύο τρυπούλες στη μύτη από τα δόντια του.
Η πιο δύσκολη ώρα είναι όταν πια έχει τελειώσει η βόλτα μας και πρέπει να γυρίσουμε. Η ιδέα ότι είναι δυστυχισμένος που φεύγει από τους φίλους του και τη ρέμπελη ζωή μού μπήκε όταν πριν από μία εβδομάδα τον έχασα για λίγο και τον βρήκα ξαπλωμένο κάτω από τον σχίνο όπου συνήθιζε να κοιμάται πριν ενώσουμε τις τύχες μας. Έτσι, τις τελευταίες μέρες τροποποιήθηκε το πρόγραμμά μας: κάθομαι ξανά στο παγκάκι, καπνίζω ένα τσιγαράκι και τον αφήνω να θυμηθεί τα παλιά. Βρίσκει την κοιλότητα στο χώμα που έχει φτιάξει κάποιος από τους φίλους του, αράζει για λίγο -καμιά φορά παίρνει κι έναν υπνάκο- και όταν βαρεθεί (συνήθως σε κάνα τεταρτάκι) έρχεται μόνος του, σαν να μου λέει: «Άντε, πάμε τώρα σπίτι».
Κι άλλες περιπέτειες του Μπλάκι & της Γιέκης…
O άντρας πρέπει να έχει παρελθόν
διαφήμιση
Οι τέλειες δικαιολογίες μιας… Σκρουτζ
ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΣΧΟΛΙΑ