Πόσο πιο φιλόζωος γίνεται;

Από την Κλέα Μοριανού

Copyright: Krina Vrondi

Copyright: Krina Vrondi

Οταν πήγα το πρώτο άρρωστο κουτάβι στο σπίτι, η µαµά µού ζήτησε να επιχειρηµατολογήσω γιατί θα έπρεπε εµείς, και όχι άλλοι, να το περιθάλψουµε – ήµουν εφτά.
Αργότερα, πήγαινα κάθε Πέµπτη στον µπακάλη να µαζέψω φλούδες από τυριά και αλλαντικά, για να ταΐζω τα αδέσποτα γατιά, ενώ θα έπρεπε να γνωρίζω την υπεροχή της ξηράς τροφής σε σύγκριση µε τα αποφάγια που τους έδινα – ήµουν τότε στα εννιά.
Με την άφθονη τροφή που υπήρχε διαθέσιµη, ο γατίσιος πληθυσµός ευδοκιµούσε – στα δέκα µου δυσκολευόµουν ακόµα να αρθρώσω τη λέξη «στείρωση», πόσω µάλλον να την προτείνω στους µεγάλους, που, ούτως ή άλλως, δεν είχαν καµία πρόθεση να ξοδέψουν χρήµατα για κάτι που θεωρούσαν ότι δεν τους αφορά.
Οταν µια µέρα, γύρω στα δεκατρία µου, οι γάτες στην περιοχή αραίωσαν δραµατικά, δεν πονηρεύτηκα. ∆έχτηκα το φαινόµενο ως φυσικό, χωρίς να βασανίζοµαι απο θεωρίες συνωµοσίας για µαζικές εξολοθρεύσεις. Το αντιπαρήλθα εκδηλώνοντας αλλεργία στις γάτες, γεγονός που οι µεγάλοι δέχτηκαν µε ενθουσιασµό.
Την ίδια περίοδο ο σκύλος Ρούντι ανεβοκατέβαινε τον κήπο λιώνοντας το χώµα κάτω από τα πόδια του, κοτσαρισµένος µε µια τροχαλία σε ένα συρµατόσχοινο. Την ευρεσιτεχνία αυτή, που τότε ήταν της µόδας, τη βρίσκαµε όλοι πολύ χαριτωµένη και πρακτική. Εδινε στον Ρούντι την ευκαιρία να κινείται «ελεύθερα», χωρίς να σκάβει τρύπες στα φυτά και χωρίς να το σκάει για µια δροσιστική βουτιά στον κήπο του γείτονα. Εξακολουθούσαµε να αγνοούµε τους λόγους που τον έκαναν να σκάβει και τις ευεργετικές ιδιότητες που µια καθηµερινή βόλτα θα είχε σε σκύλο και ιδιοκτήτες. Αλλωστε, έµπαινα για τα καλά στην εφηβεία και οι βόλτες που εγώ είχα στο µυαλό µου ήταν πολύ διαφορετικής φύσεως από εκείνες του Ρούντι…
Οταν µια µέρα ο Ρούντι χάθηκε, από λάθος χειρισµούς, δεν σκεφτήκαµε να τον αναζητήσουµε και τα µικροτσίπ δεν είχαν εφευρεθεί ακόµα.
Την περίοδο των σπουδών µου, έζησα χωρίς τετράποδα – δεν υπήρχε χρόνος για άλλους, πόσω µάλλον για κάποιους που θα µε είχαν για πάντα ανάγκη. Οσο για τον Πιπ, το καναρίνι, πάντα ζούσα µε την κρυφή ελπίδα ότι κάποια στιγµή θα άνοιγε τα φτερά του και θα µας άδειαζε τη γωνιά. Ηταν κουραστικό το άλλαγµα της εφηµερίδας στο κλουβί του.
Και µετά ήρθε το µεταπτυχιακό στο εξωτερικό – σε επιστηµονικά ζητήµατα. Η µετεκπαίδευση κράτησε δύο χρόνια και δεν µε βοήθησε να βρω δουλειά. Με βοήθησε όµως να συνειδητοποιήσω ότι σε άλλες χώρες δεν υπάρχουν αδέσποτα στο δρόµο, ότι οι σκύλοι και οι γάτες δεν είναι άσπονδοι εχθροί και ότι µπορούν επιτυχώς να µας συντροφεύουν χωρίς να αποτελούν µεγάλο µπελά.
Και θα µου πείτε, χρειάζεται να ξενιτευτεί κανείς για να συνειδητοποιήσει πως «τα ζώα συντροφιάς µπορούν να µας συντροφεύουν»;
Οντως, η απόκτηση ζώου συνήθως βασίζεται σε αυτό το αξίωµα. Συχνά όµως, στην πορεία, κάπου ο στόχος χάνεται και µένουν το σκάψιµο, οι καταστροφές, το επίµονο γάβγισµα, το τράβηγµα στη βόλτα, το καλααζάρ, η ανυπακοή, οι τρίχες. Λέτε, ΤΡΙΧΕΣ; Ακριβώς έτσι γεννήθηκε η ιστοσελίδα μας: www.trihes.gr

διαφήμιση



2 Σχολια

  1. Xristina says:

    Εγω παλι, ειμουν το κοριτσακι που εδινε το φαγητο του στις γατες καθε φορα που βγαιναμε εξω για φαγητο και που αρνιοταν επανελημενα να παρει γατα ρατσας ή σκυλακι του καναπε… εγω ηθελα αδέσποτο! (τελικα ομως η επιμονη και η υπομονη αξιζαν τον κοπο! 8χρονια αργοτερα, τα καταφερα.)

Σχολιαστε