Το πρώτο μας σκυλί, ο Μπρον, ένα υπέρλαμπρο Σέτερ, είχε βρεθεί σπίτι μας από σπόντα. Το είχε πάρει ένας κυνηγός και αποφάσισε ότι δεν το ήθελε πια. Το δεύτερο σκυλί μας, τη φοβισμένη Μυρτώ, την είχε βρει η αδελφή μου δαρμένη έξω από μια ταβέρνα της Σύρου. ∆εν ήταν τόσο από άποψη, όσο από τύχη που δεν βρεθήκαμε ποτέ στη θέση να «διαλέξουμε» κατοικίδιο, από pet shop, εκτροφείο ή έστω καταφύγιο. Αντίθετα, βρεθήκαμε στην προνομιακή θέση να μας διαλέξει ένας σκύλος. Αυτή είναι η ιστορία τού πώς βρεθήκαμε με τον Τσίνο.
Εκείνο το καλοκαίρι, οι γονείς μου φιλοξενούσαν στο εξοχικό τους καλύτερούς τους φίλους μαζί με το σκυλί τους, τον Ντράζεν. Μια μέρα, γυρίζοντας από το μπάνιο στη θάλασσα, διαπίστωσαν ότι το Μπόξερ δεν ήταν μόνο. Περιστοιχιζόταν από τρία μαύρα κουτάβια, αγνώστων λοιπών στοιχείων. Ήταν μόλις λίγων εβδομάδων. Προφανώς, αυτοί που τα άφησαν έκριναν ότι το σπίτι είναι «φιλόζωο». Όλο το απόγευμα οι γονείς μου και οι φίλοι τους το αφιέρωσαν στο παιχνίδι με τα σκυλάκια, αλλά προς το βράδυ άρχισαν να προβληματίζονται. Το καλοκαίρι έφτανε στο τέλος του, τι θα γινόταν όταν θα έφευγαν από το εξοχικό; Ο χαμός της Μυρτούλας πριν από λίγα χρόνια τούς είχε συγκλονίσει, δεν ήταν έτοιμοι για άλλο σκύλο, πόσω μάλλον για τρία.
Στη συνέχεια κινήθηκαν εντελώς απερίσκεπτα, αλλά τέλος πάντων έτσι έγιναν τα πράγματα: τα δύο ζευγάρια μπήκαν στο αυτοκίνητο, πήραν μαζί τους τα σκυλιά και άρχισαν τις νυχτερινές περιπολίες. Το πρώτο το άφησαν λίγα χιλιόμετρα μακριά, σε ένα μεγάλο σπίτι με κήπο και άλλα δύο σκυλιά. Το δεύτερο στον περίβολο ενός κτηνιατρικού κέντρου ακόμη πιο μακριά, ενώ το τρίτο στον κήπο ενός συγκροτήματος κατοικιών. «Ε, όλο και κάποιος θα βρεθεί να το πάρει», μου δικαιολογήθηκε αργότερα η μητέρα μου στο τηλέφωνο, για να εισπράξει ένα επιτιμητικό γρύλισμα από την άλλη πλευρά.
Οι τέσσερις φίλοι κοιμήθηκαν εκείνο το βράδυ με… τις τύψεις τους. Γι’ αυτό, όταν το επόμενο πρωί διαπίστωσαν ότι δίπλα στον Ντράζεν -που, όπως πάντα, δροσιζόταν στο μωσαϊκό της βεράντας- κοιμόταν του καλού καιρού ένα από τα χθεσινά σκυλάκια, κρυφά χάρηκαν. Άγνωστο πώς, τη νύχτα το κουτάβι είχε βρει το δρόμο της επιστροφής, είχε χωθεί μέσα από τα κάγκελα του σπιτιού και είχε κουρνιάσει στον κήπο.
Τα υπόλοιπα είναι ιστορία. Ο Τσίνος, όπως ονομάστηκε, φιλοξενήθηκε μέχρι το τέλος του καλοκαιριού στο εξοχικό, ξανανιώνοντάς μας όλους. Ξαναμπήκε στο αυτοκίνητο μόνο για να ταξιδέψει μέχρι το σπίτι στην Αθήνα. Ακριβώς τέσσερα χρόνια πριν.
ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΣΧΟΛΙΑ