Είμαι ασεβής, λέει η Κ., με τις παραφράσεις μου, αλλά εμένα μ’ αρέσει αυτός ο τίτλος. Ένα κλείσιμο ματιού είναι.
Είναι χειμώνας, κάνει κρύο, και στο σπίτι έχουμε φούριες. Βαλίτσες (δύο, η μία με τα πράγματά μου!), παλτά, γαλότσες, καπέλα. Είναι η πρώτη φορά που βλέπω τέτοιες ετοιμασίες και δεν ξέρω τι σημαίνουν. Ένα πρωί, αξημέρωτα και το εννοώ, ξεκινάμε γι’ αυτό που επρόκειτο να γίνει το πρώτο μου ταξίδι.
Ακολουθώ τη φορτωμένη δίποδη συνάδελφο, που κατευθύνεται στο αυτοκίνητο. Ωραία, βόλτα! Αλλά γιατί να μην περιμένουμε να ξημερώσει; Μπαίνουμε και με δένει με τη ζώνη στο πίσω κάθισμα. Μου κακοφάνηκε, συνήθως είμαι συνοδηγός· την αγριοκοίταξα, αλλά έκανε πως δεν με είδε. Πηγαίναμε, και πηγαίναμε, και πηγαίναμε… σκυλοβαρέθηκα. Δεν πρόλαβα να το πω και άρχισε να γυρίζει ο τόπος γύρω μου, το στομάχι μου έγινε κόμπος, ζαλίστηκα. Ήρθαν τα έσχατα του κόσμου! Μας κυνηγάνε! Γιατί; Σε τι φταίξαμε; Κανείς δεν μας κυνηγούσε, απλώς είχαμε βγει από την Αθήνα και η δικιά μου, που νομίζει ότι είναι η μετεμψύχωση του Σένα, έδωσε γκάζια. Συνήθισα γρήγορα, μου άρεσε μάλιστα, και άρχισα να παρατηρώ τη διαδρομή.
Στην αρχή έβλεπα τα βουνά δεξιά και τη θάλασσα αριστερά, μετά η θάλασσα πήγε δεξιά και τα βουνά αριστερά! Μυστήρια πράγματα! Μετά ήμαστε πάνω σ’ ένα φαρδύ σκοινί και η θάλασσα ήταν από κάτω μας! Πετούσαμε στον αέρα. «Όπα μάγκα μου, και ιπτάμενος!» Ήρθα στο κέφι: «Αεροπόρος θα γενώ τα σύυυυννεφα να σκίιιιιζω». Λίγο κράτησε η πτήση, μετά ήρθαν πάλι τα βουνά δεξιά και το ανοιχτό πέλαγος αριστερά και μετά η θάλασσα χάθηκε και περάσαμε από κάτι κλεισούρες. Παναγίτσα μου! Δεξιά κι αριστερά βουνά και διέξοδος από πουθενά.
Το πιο μαγικό ήταν ότι φτάσαμε σε μια μικρή πολιτεία, από την οποία μας χώριζε θάλασσα χωρίς να βγούμε από το αυτοκίνητο! Σπάω το κεφάλι μου να καταλάβω πώς έγινε, αλλά δεν ξέρω και δεν θέλω να σας γελάσω. Κάτι υποπτεύομαι πάντως. Νομίζω ότι περάσαμε κάτω από τη θάλασσα, γιατί κάποια στιγμή μπήκαμε σε μια μαύρη τρύπα χωρίς καθόλου φως του ήλιου και, όταν ξαναβγήκαμε στο φως, ήμαστε ήδη «απέναντι», γι’ αυτό το λέω, και πάλι με πάσαν επιφύλαξη. Θα το ερευνήσω και θα σας πω.
Μεγάλη χώρα διανύσαμε μέσα σε 4 ώρες και όλα άλλαζαν από τη μια στιγμή στην άλλη. Εντυπωσιάστηκα.
διαφήμιση
Κάποτε φτάσαμε σ’ ένα τυροκομείο. Μετά άλλο τυροκομείο και μετά μια πανέμορφη διαδρομή δίπλα σ’ ένα ποτάμι, με ψηλά, αιωνόβια δέντρα και μια μεγάλη πόλη με λίμνη. Εκεί επισκεφτήκαμε ένα παντοπωλείο. Στο τέλος της πρώτης μέρας φτάσαμε σ’ ένα πέτρινο χωριό μες στα βουνά και πήγαμε σ’ ένα μέρος με πολλά δωμάτια που το λένε «ξενοδοχείο». Η δικιά μου όλο μη και μη ήταν. Μην κάθεσαι, μη στέκεσαι, μη μιλάς, μη φωνάζεις! Φαινόταν αγχωμένη κι έτσι της έκανα το χατίρι, ήμουν τύπος και υπογραμμός. Εξάλλου, το μόνο που ήθελα ήταν να μείνω μόνος για να σκεφτώ και να χωνέψω όσα θαυμαστά είχα δει.
Ταύτα και μένω, τη δεύτερη μέρα και το γυρισμό θα σας τα διηγηθώ άλλη φορά.
*Από το διήγημα του Γ. Βιζυηνού «Το μόνον της ζωής του ταξείδιον».
Περισσότερα Μπελαλίδικα…
Η εξαδέλφη Φλο
Η «βάφτισή» μου
Ξαφνικά πέρυσι το καλοκαίρι…
Tatli Bela (Γλυκός Μπελάς)
ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΣΧΟΛΙΑ