Πλησίαζε μεσημέρι και η Ελένη ακόμα μαγείρευε πυρετωδώς. Η κουζίνα μοσχοβολούσε. Ήταν παραμονή Χριστουγέννων και το βράδυ είχε καλέσει κάποιους καλούς φίλους. Ο φούρνος έψηνε από το πρωί και οι κατσαρόλες διαδέχονταν η μία την άλλη. Οι υπέροχες μυρωδιές είχαν γεμίσει όχι μόνο την κουζίνα και το σαλόνι, αλλά και τη γειτονιά. Έξω ο καιρός ήταν εντελώς χριστουγεννιάτικος, βαρύς και κρύος. Μέσα σε όλο το χαμό, στο παράθυρο πηγαινοερχόταν όλο νεύρα η Ασπασία, που, κάθε τόσο, γρατζουνούσε το τζάμι με τα νύχια της. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα πρώτον να ανατριχιάζει η Ελένη και δεύτερον να αρχίζει το γάβγισμα ο Πάρις. «Αμάν πια, μωρέ Πάρι, πότε θα σταματήσεις να τρώγεσαι με την Ασπασία; Τόσο καιρό τώρα που έχει έρθει στην αυλή μας κι εσύ ακόμα κάνεις σαν να τη βλέπεις πρώτη φορά».
Έστρωσε το τραπέζι και φώναξε τον Παντελή, τον άντρα της, να φάνε. Μαζί τους βέβαια, κάτω από το τραπέζι, ήταν ο Πάρις. Η Ασπασία αυτό δεν μπορούσε να το δεχτεί με τίποτα. Βημάτιζε νευρικά στο περβάζι, νιαούριζε δυνατά και κοιτούσε το σκύλο με μίσος.
«Μα πώς το αντέχεις αυτό;» είπε ο Παντελής. «Δεν είναι κρίμα να είμαστε εμείς εδώ μέσα στα ζεστά κι η γάτα έξω, μ’ αυτό το κρύο;»
«Παντελή μου, ξέρεις πως, αν μπει μέσα η Ασπασία, θα γίνει χαμός».
«Πάντως, η Ασπασία είναι ξεκάθαρη. Αυτό που θέλει από την αρχή είναι να πάρει μια θέση μέσα στο σπίτι. Άσε, Ελένη, σήμερα θα ασχοληθώ με τα ζώα. Μέρα που είναι, θα ήθελα να έχουμε και τη γάτα μέσα στο σπίτι. Ευκαιρία να συμφιλιωθούν. Να καθίσει κι αυτή λίγο κοντά στο τζάκι».
Έτσι, όταν τελείωσαν με το φαγητό τους, η Ελένη συνέχισε το μαγείρεμα και ο Παντελής βγήκε στον κήπο. Μαζί του βέβαια και ο Πάρις, που όλο χαρά άρχισε να τρέχει πέρα-δώθε. Η Ασπασία, μόλις είδε την πόρτα ν’ ανοίγει, άρχισε τη μουρμούρα, η οποία συνοδευόταν και από τα απαραίτητα τριψίματα στα πόδια του Παντελή. Έπρεπε πάση θυσία να μπει στο σπίτι και είχε επιστρατεύσει όλη τη γοητεία της.
Μόλις μπήκαν στην κουζίνα, ο Παντελής έβαλε μπόλικο φαγητό και στα δύο ζώα. Η Ελένη είχε φυλάξει γι’ αυτόν το λόγο ένα σωρό πράγματα. Η Ασπασία καταβρόχθισε τη μερίδα της και κοιτούσε λοξά τον Πάρι, ο οποίος γάβγιζε ασταμάτητα. Ο Παντελής, εκνευρισμένος, έριξε μερικές με την εφημερίδα στα πισινά του Πάρη και η μικρή αυτή αψιμαχία έληξε. Μουτρωμένος πήγε κι έκατσε στη θέση του, την πολυθρόνα δίπλα στο τζάκι. Η Ασπασία τον ακολούθησε. Εξερεύνησε πρώτα όλο το σαλόνι, μύρισε καλά την πολυθρόνα του Πάρι, έκανε να ανέβει κι αυτή, όμως ο Πάρις ήταν αποφασισμένος να υπερασπιστεί το οχυρό του. Τα γαβγίσματά του ξεσήκωσαν πάλι όλο το σπίτι. Τρέξαν όλοι να δουν τι έγινε, όμως η Ασπασία είχε απομακρυνθεί, πριν προλάβουν να τη δουν.
«Πάρη, την επόμενη φορά που θα κάνεις φασαρία, θα σε βγάλω έξω», φώναξε ο Παντελής, πιο πολύ για εκφοβισμό.
Θιγμένη, η Ασπασία πήγε κι έκατσε δίπλα στο αναμμένο τζάκι. Ήθελε να απολαύσει τη ζέστη όσο περισσότερο μπορούσε. Μετά από αρκετή ώρα, αισθάνθηκε πως είχε ζεσταθεί μέχρι το κόκαλο. Άνοιξε τα μάτια και άρχισε να περιφέρει το βλέμμα στο χώρο. Επικρατούσε ησυχία, εκτός από την κουζίνα, όπου η Ελένη μαγείρευε ακόμα για το δείπνο. Ο Πάρις κοιμόταν στην πολυθρόνα του. Αυτό για την Ασπασία, όμως, ήταν προσβολή. Ήθελε την καλύτερη θέση στο σαλόνι. Σηκώθηκε αθόρυβα κι ανέβηκε επάνω στο μπράτσο της πολυθρόνας. Μετά, σαν αέρας, κατέβηκε κι έκατσε δίπλα στον Πάρι, ο οποίος, αποχαυνωμένος από τη ζέστη, είπε να δώσει τόπο στο «κακό».
Εκείνη την ώρα η Ελένη έτυχε να μπει στο σαλόνι, τα είδε κι όλο χαρά μουρμούρισε «τα χρυσά μου, τι καλά που κάθονται! Ας είναι καλά ο Παντελής».
Όμως, η Ασπασία ήθελε τη θέση για τον εαυτό της. Άρχισε λοιπόν να απλώνεται προς το μέρος του. Όταν ο Πάρις κατάλαβε τις προθέσεις της, έκανε επίθεση για να τη διώξει. Αυτή του τράβηξε μια γρατζουνιά στη μύτη, πετάχτηκε μακριά και, πριν ακόμα προλάβει να τη φτάσει, βρισκόταν επάνω στο χριστουγεννιάτικο δέντρο. Ο Πάρις άφρισε από το κακό του. Έπρεπε να την πιάσει οπωσδήποτε! Ορμάει λοιπόν επάνω στο δέντρο και, όπως ήταν φυσικό, το δέντρο κλυδωνίζεται και πέφτει κάτω με θόρυβο, παρασύροντας και το τραπεζάκι με τα γλυκά.
Τρέχει η Ελένη τρομαγμένη και βλέπει το σαλόνι βομβαρδισμένο, τον Πάρη επάνω στο δέντρο να κουνάει αμήχανα την ουρά του και την Ασπασία να κοιμάται του καλού καιρού επάνω στην πολυθρόνα.
«Πάρι, θα σε σκοτώσω! Παντελήηηη, έλα να τον βγάλεις έξω, πριν να είναι αργά!»
Ο Παντελής, με βαριά καρδιά, έβγαλε έξω το σκύλο και η Ελένη άρχισε να συμμαζεύει βρίζοντας. Όταν τελείωσαν με την αποκατάσταση του δέντρου, γύρισαν στην κουζίνα. Ησυχία επικράτησε πάλι στο σαλόνι. Η Ασπασία άνοιξε μισό μάτι, τεντώθηκε ευχαριστημένη και άλλαξε πλευρό. Επιτέλους, η τάξη του κόσμου είχε αποκατασταθεί…
διαφήμιση
* Ο Γιάννης Λεμονής είναι γευσιγνώστης, συγγραφέας βιβλίων μαγειρικής και λογοτεχνίας, κυρίως όμως έμαθε από μικρός να είναι φιλόζωος.
Για ασφαλή Χριστούγεννα
Τα ΟΧΙ για τους τετράποδους στο χριστουγεννιάτικο μενού
Στολίζοντας το χριστουγεννιάτικο δέντρο των τετράποδων
Παρουσίασε γαστρεντερικά προβλήματα -έμετο ή διάρροια- και δεν βρίσκω τον κτηνίατρο.
Κι άλλες ιστορίες με τετράποδους πρωταγωνιστές
Αποστολή «Το μαλλί των Χριστουγέννων»
Ο εξόριστος γάιδαρος του Πηλίου
Γάτος ταξίδεψε Αθήνα-Ζυρίχη στη ρόδα αεροπλάνου και επέζησε
Ο γάτος που ήθελε να γίνει δήμαρχος
ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΣΧΟΛΙΑ