Ποτέ δεν µε ενθουσίαζαν τα χριστουγεννιάτικα δέντρα• µόνο τα αντιοικολογικά και αντιοικονομικά λαµπιόνια τους µου αρέσουν. Γι’ αυτό, όταν εκείνη τη χρονιά, την πρώτη µας µε τη Γιέκη, το ψευτο-ελατάκι και όλα τα στολίδια του βρέθηκαν τούµπα από την μπροστινή πατούσα της ηλικίας τότε 7 μηνών Πατατούλας (έτσι τη φωνάζαµε, επειδή ήταν παχουλή), που προσπαθούσε να παίξει, δεν τη µάλωσα. Αντίθετα, µε μεγάλη χαρά βγάλαμε στο σπίτι µας «απαγόρευση» χριστουγεννιάτικων δέντρων. Υπήρχε πλέον η τέλεια δικαιολογία.
Εκτός από τα έλατα, ως γνήσια Σκρουτζ, αντιπαθώ σφόδρα και όλες τις εορταστικές εκδηλώσεις. Το γεγονός δηλαδή ότι ΠΡΕΠΕΙ να φορέσω τα καλά µου, ΠΡΕΠΕΙ να είμαι χαρούμενη, ΠΡΕΠΕΙ να διασκεδάζω, µε εξοργίζει. Όταν μετά το πρώτο -επί Γιέκη- αναγκαστικό ρεβεγιόν γύρισα σπίτι στο ξημέρωμα του νέου έτους και βρήκα το κρεβάτι ξέστρωτο, «στολισμένο» µε δύο χαλασμένες μελιτζάνες από τα σκουπίδια, στο πάτωμα τα μαξιλάρια από τον καναπέ και μια βιντεοκασέτα (οχ, προδίδω την ηλικία µας) φαγωµένη, συνειδητοποίησα ότι η κ. Γιέκη µού είχε προσφέρει και πάλι μια τέλεια δικαιολογία.
Οι κρότοι από τα βεγγαλικά την αναστάτωναν, φυσικά, όπως και πολλά άλλα σκυλιά. Από τότε, στις προσκλήσεις απαντούσα απόλυτα: «Δυστυχώς, δεν θα έρθω. δεν μπορώ να αφήσω το σκυλί µου. Φοβάται τα βεγγαλικά». Την ίδια δικαιολογία ανέσυρα ακόμη και στα 16 της, όταν η ακοή της την είχε εγκαταλείψει. Αυτό ήταν ένα μυστικό που κρατούσαµε οι δυο µας καλά κρυμμένο.
Όπως και ένα ακόμη: δύο φορές που θέλησα να βγω μόνη -χωρίς εκείνη- την παραμονή της νέας χρονιάς, το ραδιόφωνο συντονίστηκε στον αγαπημένο της σταθμό -Μελωδία-, σε αρκετά υψηλή ένταση. Ενώ ντυνόµουν, της είπα «θα λείψω για λίγο». Κοιταχτήκαµε στα µάτια, της έδωσα το αγαπημένο της σκυλοµπισκοτάκι και αποσύρθηκε στο μαξιλάρι της. Έφυγα ήσυχη, ξέροντας πως, όταν γυρίσω, θα τη βρω να κοιμάται µακαρίως υπό τους ήχους κάποιας ελληνικής μπαλάντας.
Για μία ακόμη φορά διαπίστωσα τις άπειρες δυνατότητες συνεννόησης µε την Γιέκη. Αλλά είχα συνηθίσει πια. Γιατί αυτό που µε είχε εντυπωσιάσει πιο πολύ από όλα όταν ήμουν πρωτάρα «σκυλού»• το ότι, δηλαδή, συχνά είναι πιο εύκολο να επικοινωνήσεις µε τους τετράποδους απ’ ό,τι µε τους δίποδους φίλους σου. Κάνοντας παρέα µε την παρέα της, τον Ακούτ, τον Λεωνίδα, τον Πάτρικ, τον Ασπρούτζ, τον Αρίφ, τον Μένιο (µόνο άντρες φυσικά), αλλά και τους αδέσποτους αγαπημένους της (τον Μπρέιβ, τον Σωτήρη, τον Ντούσαν, τον Φρίξο, τον Τζακ, την Κάτια και τον Ιβάν), συνειδητοποίησα ότι μπορεί οι «λέξεις» τους να παίρνουν τη μορφή γαβγίσµατος, κλίσης του κεφαλιού, ματιάς, κουνήµατος της ουράς, ακόμη και εκείνου του πατήµατος -πατούσα πάνω στην πατούσα µου- που σε ακινητοποιεί. Το ποια γλώσσα βρίσκει κανείς είναι καθαρά προσωπική υπόθεση.
διαφήμιση
ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΣΧΟΛΙΑ