Γενάρης, με πολύ κρύο και ξεκινάμε για τα Κύθηρα. Θα μας φιλοξενήσει ο Χ., που είναι ελαιοπαραγωγός. Η Κ. με προειδοποιεί, πρέπει να προσέχω κάθε μου βήμα «στο ξένο σπίτι». Θέλει να με βάλει να κοιμηθώ στη βεράντα, αλλά συνειδητοποιεί ότι με τόσο κρύο δεν θα τη βγάλω καθαρή και με αφήνει να μείνω μέσα. Πάλι καλά.
Το επόμενο πρωί ξεκινάμε για τον ελαιώνα. Ο Χ. με το αγροτικό, εμείς με το δικό μας. Ψιλόβρεχε όταν φτάσαμε. Η Κ. κατευθύνθηκε προς τους ανθρώπους που μάζευαν τις ελιές κι εγώ έτρεχα πάνω-κάτω από τη χαρά μου που ήμουν ελεύθερος σ’ ένα τόσο μεγάλο «πάρκο». Χιλιάδες καινούργιες μυρωδιές τραβούσαν την προσοχή μου. Κυλιόμουν στη λάσπη σαν γουρουνάκι. Κάποια στιγμή είδα την Κ. να ξεφεύγει από την παρέα της. Είχε δει τον Χανς και πήγαινε κοντά του. Ήταν δεμένος κάτω από ένα δέντρο, τεράστιος, ήρεμος, μεγαλοπρεπής. Πλησίασα κι εγώ. Η Κ. τον χάιδεψε, του μίλησε και έπειτα από λίγο έφυγε πάλι. Εγώ στην αρχή φοβόμουν να πλησιάσω, αλλά με μύρισε και με κατάλαβε. Μου είπε να πάω κοντά του και μου διηγήθηκε την ιστορία του: Ερχόταν από την Ολλανδία. Εκεί ζούσε σε μια φάρμα με άλλα ζώα. Αρρώστησε όμως και τυφλώθηκε. Οι άνθρωποι τότε θέλησαν να τον… Ελεγαν μάλιστα ότι το κάνουν γι’ αυτόν, για να μην είναι δυστυχής! Αυτή τους η υποκρισία με τρελαίνει, με κάνει έξω φρενών! Μάταια ο Χανς τούς διαβεβαίωνε ότι δεν ήταν καθόλου δυστυχής και ότι προτιμούσε να ζει τυφλός παρά να πεθάνει.
Ο Χ. σπούδαζε τότε στην Ολλανδία. Αγαπούσε τον Χανς και δεν ήθελε να τους αφήσει να του κάνουν κακό. Με τη βοήθεια μιας φίλης του, οργάνωσε την εκστρατεία μεταφοράς του τυφλού ζώου. Με αεροπλάνα και βαπόρια ή μάλλον με τρένα και βαπόρια. Ολόκληρη οδύσσεια πέρασε ο φίλος μου, πριν βρει τη γαλήνη στον τσιριγώτικο ελαιώνα. «Ευτυχώς», μου είπε, «δεν είναι όλοι ίδιοι, ανάμεσα στα δίποδα υπάρχουν και κάποιοι άνθρωποι». Πολύ συγκινήθηκα, κρεμόμουν από τα χείλη του και τον παρατηρούσα με σεβασμό. Είχε περάσει τόσα, αλλά δεν κρατούσε κακία. Τον άφησα μετά λύπης μου όταν η Κ. ξεμάκρυνε και ανέβηκε στο λόφο, για να δει το κτήμα από ψηλά. Γυρνώντας, έτρεξα να τον αποχαιρετήσω, αλλά δεν πρόσεξα μια μεγάλη, στρογγυλή, πράσινη «λάσπη». «Μηηηηη» ούρλιαξε η Κ., αλλά ήταν αργά. Κολυμπούσα ήδη μέσα στη… νάρκη που είχε αφήσει ο Χανς. Α, ρε Χανς, τι μου κάνεις, πρόλαβα και του είπα πριν με πετάξει στην καρότσα του αγροτικού. «Πάρ’ τον εσύ, βρε Χ. μου, στην καρότσα. Πώς θα τον βάλω έτσι μέσα στο αυτοκίνητο;» Καθόλου δεν μου άρεσε αυτό. Σκεφτόμουν ότι, αν δεν με βάζει στο σαραβαλάκι που μπαίνω πάντα, όσο βρώμικος κι αν είμαι, τι θα γίνει όταν φτάσουμε στο ξένο σπίτι;
Για να τη συγκινήσω, έκανα το σάλτο μορτάλε: Με κίνδυνο της ζωής μου και με το αγροτικό εν κινήσει, πήδηξα από την καρότσα και άρχισα να τρέχω πλάι στο αυτοκίνητό μας. Με έβαλε μέσα, αλλά δεν την είδα και πολύ συγκινημένη. Αντίθετα, ο X. ανησύχησε. Σταμάτησε το αγροτικό, κατέβηκε και ήρθε να ελέγξει αν είμαι καλά. Οσο εκείνος θαύμαζε την αποκοτιά μου, τόσο καταλάβαινα ότι θα το πληρώσω ακριβά. Και το πλήρωσα. Φτάνοντας στο σπίτι, με έδεσε στην αυλή, έφερε τα σύνεργα, βούρτσα και σαπούνι, άνοιξε τη μάνικα με το παγωμένο νερό και με έπλενε, χωρίς υπερβολή, για μία ολόκληρη ώρα. Έτρεμα σύγκορμος, τουρτούριζα, πίστεψα ότι θα μείνω στον τόπο.
Α, ρε Χανς, για έναν ακόμη λόγο δεν θα σε ξεχάσω ποτέ.
διαφήμιση
Περισσότερος Μπελάς…
Το πρώτον της ζωής μου ταξείδιον (Μέρος 2ον)
Το πρώτον της ζωής μου ταξείδιον
ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΣΧΟΛΙΑ