Την πρώτη φορά που βρεθήκαμε μαζί στη θάλασσα ήταν Πάσχα -με κρύο καιρό- στην Ύδρα, στο Μανδράκι. Μόλις η κ. Γιέκη μύρισε, είδε, κατάλαβε (δεν μπορώ να απαντήσω με σιγουριά τι από όλα αυτά συνέβη) το νερό, μου γύρισε την πλάτη, έτρεξε στην άμμο και, σαν να μη συνέβαινε τίποτα, μπήκε στη θάλασσα και κατευθύνθηκε προς τα ανοιχτά. Στις απεγνωσμένες κραυγές μου έκανε -όπως πάντα όταν δεν τη συνέφερε- ότι, εντελώς ξαφνικά, έχασε την ακοή της. Μόλις ξεπέρασα το αρχικό σοκ, έβγαλα το μπουφάν και τα παπούτσια μου και έπεσα για να τη σώσω. Από τι δεν μπορώ να σας πω με βεβαιότητα, αλλά τελικά μάλλον εγώ χρειαζόμουν κάποιον να με σώσει όταν, ξεπαγιασμένη, την έφτασα. Γύρισε προς εμένα και θέλησε να γραπωθεί επάνω μου. Όμως, ο πόνος από τις γρατζουνιές της εξαφανίστηκε, όταν άρχισε να παίζει κολυμπώντας γύρω μου. Έκανε βουτιές και, σαν πάπια, απομακρυνόταν και ξαναγύριζε. Λίγες φορές την είχα δει τόσο ευτυχισμένη…
Είχα διαβάσει κάπου ότι τα Κόκερ λατρεύουν το νερό. Ήξερα δηλαδή ότι, λόγω φυλής, θα μπορούσε να είναι εξαιρετική κολυμβήτρια, αλλά έτσι, με την πρώτη, χωρίς ούτε ένα «δοκιμαστικό»; Από τότε συνειδητοποίησα ότι το θαλασσινό μπάνιο ήταν και για τις δυο μας απαραίτητο.
Όμως, έπρεπε να λύσουμε μια σειρά από προβλήματα.
Πρώτον, ο τόπος. Ούτε λόγος για οργανωμένη παραλία – δεν μπορούσαμε καν να μπούμε. Μας έμεναν, λοιπόν, οι ελεύθερες. Αλλά πώς; Και ιδού η δεύτερη ομάδα προβλημάτων: επόμενη πρόβα στην παραλία του Σταυρού, στο Ακρωτήρι Χανίων. Φτάσαμε κουνιστές και λυγιστές, και άπλωσα την πετσέτα μου. Μέχρι να τελειώσω, η Πατατούλα (όπως, αν θυμάστε, ήταν το υποκοριστικό της) βρισκόταν ήδη στα ανοιχτά. Τέλος πάντων, για να μη φλυαρώ, την έφτασα, κολυμπήσαμε, κάναμε βουτιές, παίξαμε (πέτα μου το μπαλάκι, φέρε το μπαλάκι) και ήρθε η ώρα της ηλιοθεραπείας. Σφάλμα πρώτον: πού πας με μόνο μία πετσέτα; Το… κορίτσι μου άρχισε να τρέχει σαν παλαβό, να τρίβεται στην ψιλή άμμο, μετά πάνω στην πετσέτα μου, στο πόδι μου, και πάλι από την αρχή· ψιλή άμμος, πετσέτα, πόδι. Έπειτα από λίγα λεπτά, η πετσέτα ήταν πατσαβούρι, εγώ σαν γλυπτό από άμμο, ενώ η Γιέκη αρμένιζε στη δεύτερη βουτιά της.
Σφάλμα δεύτερο και μέγα: χωρίς ομπρέλα; Έπειτα από λίγο, η Γιέκη (ίσως και λόγω του μαύρου τριχώματός της, που απορροφούσε περισσότερο τις ηλιακές ακτίνες) λαχανιασμένη είχε σκάσει από τη ζέστη και εγώ προσπαθούσα με την πρώην πετσέτα και νυν πατσαβούρι να φτιάξω μια τέντα. Με ένα μπουκάλι δοκίμαζα να της δώσω να πιει νερό· εις μάτην. Ευτυχώς, είχα μια σακουλίτσα πλαστική που έγινε αυτοσχέδιο μπολάκι, και έτσι τουλάχιστον γλίτωσε την αφυδάτωση.
Αμέσως μετά παρουσιάστηκε το καθοριστικό μεγάλο πρόβλημα: ο κόσμος που άρχισε να μαζεύεται σιγά-σιγά. Παιδάκια που φώναζαν, μανάδες που με έβριζαν (γιατί το σκυλί θα βρώμιζε το νερό και την παραλία, όπως έλεγαν) και πατεράδες που προσπαθούσαν να επιβάλουν την τάξη (δηλαδή να με διώξουν). Αφού τσακώθηκα -θυμήθηκα πολλές από τις εκφράσεις που χρησιμοποιούν στα γήπεδα-, μάζεψα τα υπάρχοντά μου και αποχώρησα. Ρίχνοντας μια ματιά μήπως είχα ξεχάσει τίποτα, είδα με την άκρη του ματιού μου έναν πεντάχρονο να έχει κατεβάσει το μαγιό του και να… «ανακουφίζεται» παρά θίν’ αλός. Ουδέν σχόλιον.
Από εκείνη την αποφράδα ημέρα η Γιέκη και εγώ συνεχίσαμε τα μπάνια μας, αλλά με κάποιες προϋποθέσεις:
1) Πολύ νωρίς το πρωί· ολόκληρη η παραλία στη διάθεσή μας.
2) Με ομπρέλα και μια τεράστια τσάντα που περιείχε: δύο πετσέτες -μία για την καθεμιά μας-, ένα μπουκάλι νερό και ένα μπολάκι, ένα μπαλάκι του τένις ή ένα φρίσμπι και ένα λουράκι που κρατούσε την Πατατούλα κοντά μου, όταν εμφανιζόταν κάποιος και εκείνη έκανε πως δεν άκουγε.
διαφήμιση
Στα 16 καλοκαίρια της κοινής μας ζωής απολαύσαμε αμέτρητα μπάνια, δροσιστήκαμε στις θάλασσες της Αττικής, των Κυκλάδων και της Κρήτης, κάναμε τη γυμναστική μας και χαλαρώσαμε. Το μόνο που δεν καταφέραμε, αν και συμπεριλαμβανόταν στους αρχικούς στόχους, ήταν να χάσουμε κανένα γραμμάριο. Γιατί και οι δυο μας, επιστρέφοντας, πέφταμε με τα μούτρα στο φαγητό – το μπάνιο ανοίγει την όρεξη.
Περισσότερη Γιέκη…
Οι τέλειες δικαιολογίες μιας… Σκρουτζ
και η δικια μου λατρευει τα μπανια απο την πρωτη στιγμη.
σταθηκα αλλου ομως, πολλες φορες -οταν δεν τη συμφερει- κανει πως δεν μακουει η με κοροιδευει. καταφερες να το σταματησεις? κ αν ναι πως?
για την ιστορια η σκυλιτσα μου ειναι 1,5 ετους.για την ωρα θελω να πιστευω πως δε μακουει λογω ηλικιας κ περιμενω να μεγαλωσει λιγο.
*** Antispam disabled. Check access key in CleanTalk plugin options. Request number 66e3b4fb41040dd1280efea4684f2f18. Antispam service cleantalk.org. ***
Κατερίνα, η σκυλίτσα σου ανήκει σε φυλή νερού; Γιατί τότε τα πράματα δεν είναι και πολύ εύκολα. Ναι, η ηλικία παίζει βέβαια κάποιο ρόλο αλλά είναι και άλλα.
Δες εδώ:
Υπέροχη ιστορία! Θέλω να ρωτήσω όμως δεν είχες πρόβλημα με τα αυτιά της; Εχω και εγώ μια μικρή κοκερίνα όμως φοβάμαι ότι το νερό της θάλασσα θα προκαλέσει ωτίτιδες και τα συναφή που ταλαιπωρούν τα κόκερ.
Απαντά η Ιφιγένεια: «Φρόντιζα να τα στεγνώνω καλά μετά. Δεν αντιμετώπισα πρόβλημα.Το απολάμβανε τόσο πολυ που δεν ήθελα να της το στερήσω.»