Όταν κάνεις έναν καινούργιο φίλο, νιώθεις πάντα τη μαγεία τού να ανακαλύπτεις έναν καινούργιο άνθρωπο. Να μαθαίνεις τη ζωή του μέχρι τώρα, τον τρόπο που σκέφτεται, τι αγαπά, τι απεχθάνεται… Για να τα καταφέρεις όλα αυτά, χρησιμοποιείς κάθε μέσο: την καθημερινότητα, την παρατήρηση, τις συζητήσεις. Κι όταν ο καινούργιος σου φίλος τυχαίνει να είναι τετράποδος; Μένεις μόνο με τα πρώτα. Και σε αυτές τις περιπτώσεις, το παιχνίδι της αποκάλυψής του είναι ακόμα πιο μυστηριώδες, πιο σπουδαίο. Αυτά σκεφτόμουν προχθές, όταν, κάνοντας βόλτα με τον Μπλάκι στο λόφο, τον έχασα από μπροστά μου. Δεν μου έκανε εντύπωση, το κάνει συχνά, αλλά μετά από 2 – 3 λεπτά έρχεται καλπάζοντας και με αγκαλιάζει στηριγμένος στα πίσω του πόδια. Αυτήν τη φορά όμως πέρασαν 5, πέρασαν 10, 20 λεπτά… τίποτα. Άρχισα να φωνάζω όσο πιο δυνατά μπορούσα. Τίποτα. Μετά από λίγο ακόμη ψάξιμο, τον βρήκα καθισμένο σε ένα πεζουλάκι κοντά στην Πνύκα να δίνει σκυλόφιλα σε μια ξανθιά κυρία την οποία δεν είχα ξαναδεί. Εκείνη του μιλούσε ήρεμα, όπως του αρέσει: «Χάθηκες, μικρέ. Πόσο καιρό έχω να σε δω; Έμαθα απέκτησες σπίτι». Αισθάνθηκα παρείσακτη. Ξερόβηξα και μου ξέφυγε ένα «συγγνώμη» για την ενόχληση. Ο «μικρός» ήρθε, με αγκάλιασε, κατά τα ειωθότα, και ξαναγύρισε στη φιλενάδα του. Όπως έμαθα, τα δύο χρόνια που ζούσε μόνος του στο λόφο έκανε παρέα στην κυρία, η οποία κάθε απόγευμα ανεβαίνει μέχρι εδώ για να διαβάσει το βιβλίο της.
Οι μεγαλύτερες αποκαλύψεις αυτού του είδους συμβαίνουν τα Σαββατοκύριακα, απόγευμα. Τις προάλλες, καθώς έτρεχα, μπροστά εγώ και πίσω ο νεαρός μου, ακούω να τον φωνάζουν με το όνομά του δύο κοπέλες με σκυλιά. Μου εξήγησαν πως είναι παλιοί φίλοι, τις περίμενε τα απογεύματα για να τον κεράσουν μπισκοτάκι. Και εγώ πριν συγκατοικήσουμε τον έβρισκα τα πρωινά, τον τάιζα, κάναμε παρέα μια-δυο ώρες και μετά γύριζα στην καθημερινότητά μου με την ψευδαίσθηση πως τον γνωρίζω. Τώρα, σιγά-σιγά, μαθαίνω για τη ζωή του τις υπόλοιπες 22 ώρες της ημέρας. Ανακαλύπτω πως είχε κι άλλες «αγαπημένες» και δεν κρύβω ότι πού και πού αισθάνομαι μικρά τσιμπήματα ζήλιας.
Ανακάλυψα, επίσης, πως αγαπά περισσότερο τις γυναίκες. Με τους άντρες είναι επιφυλακτικός – ειδικά όταν συναντάμε έναν συγκεκριμένο- ας τον πούμε Τάκη, γίνεται έξω φρενών. Το γιατί το κατάλαβα τις προάλλες όταν ο Τάκης γυρίζοντας προς το μέρος μου είπε: «Θυμάται ο άτιμος! Όταν ήταν κουτάβι, τον είχα μαλώσει» (βλέπε χτυπήσει, προφανώς). Έμαθα ακόμη ποιος ευθύνεται για τα σημάδια από τις δαγκωματιές στα πόδια του. Το συμπέρανα από την απόλυτη άρνησή του να πλησιάσει τον Γέρο, ένα ηλικιωμένο σκυλί, μου το επιβεβαίωσαν και μόνιμοι του λόφου.
Ένα μεγάλο μυστήριο δεν έχω καταφέρει να λύσω ακόμα: το γιατί αλλάζει χρώμα. Όταν τον πρωτογνώρισα, ήταν κατάμαυρος, το ίδιο και το Σεπτέμβριο που μετακόμισε στο σπίτι μου. Από τότε… ξανθαίνει κάθε μέρα. Το σώμα του στο μεγαλύτερο μέρος είναι πλέον βαθύ καφέ, με τμήματα κοκκινο-καφέ, και δύο σημεία γκρι. Μόνο το κεφάλι και μία λωρίδα κατά μήκος της ραχοκοκαλιάς δικαιολογούν πλέον το όνομά του. Φοβήθηκα μήπως η αλλαγή χρώματος είναι δείγμα ασθένειας – μου το απέκλεισε ο γιατρός μας, το ίδιο και οι εξετάσεις που επέμεινα να κάνει. Και τώρα αναρωτιέμαι μήπως το να γράφω μια στήλη που λέγεται «Η Γιέκη και οι άλλοι» για τον Μπλάκι (Blackie = «μαυρούλης»), που, σε λίγο, θα είναι ένα καφέ σκυλί, είναι λίγο παράλογο.
Διαβάστε επίσης
διαφήμιση
Οι τέλειες δικαιολογίες μιας… Σκρουτζ
ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΣΧΟΛΙΑ