Η μεγάλη απόδραση (Επεισ. 6)

Από τη Λουίζα Κροντήρη

Το σπίτι είναι πια πολύ μικρό για τον Μίμη. Και για μένα εντελώς αδύνατο να τον κρατήσω μέσα.

Photo courtesy of Carlo Raciti | www.carloraciti.com

Photo courtesy of Carlo Raciti | www.carloraciti.com

 

Ο γάτος που δεν ήθελα, αν και τυφλός, έχει απίστευτη αυτοπεποίθηση. Και περιέργεια. Και ενέργεια. Τρελαίνεται για βόλτες. Του αρέσει να εξερευνά. Να βγαίνει έξω. Να βρίσκεται ανάμεσα σε χορτάρια, να κοιμάται πάνω σε λουλούδια, να λιάζεται, να κυνηγάει μύγες, να κυλιέται στο χώμα. Ατρόμητος. Γι’ αυτόν ο κόσμος είναι ένα πεδίο απεριόριστων δυνατοτήτων.

Αλίμονό μου αν τολμήσω να βγω στο μπαλκόνι και τον αφήσω μέσα στο σπίτι. Κλαίει και σκαρφαλώνει στη σήτα κάνοντάς τη να μοιάζει με τεράστια γραβιέρα. Το καλοκαίρι συνηθίζω να δουλεύω στο μπαλκόνι, το οποίο είναι σχεδόν ισόγειο και βλέπει σε πεζόδρομο.

Στις αρχές τον άφηνα μέσα και χαλούσε τον κόσμο. Μετά δοκίμασα να τον έχω μαζί μου, αλλά στο τέλος, αντί να γράφω, κατέληγα να τον παρακολουθώ με αγωνία μήπως και πέσει απέξω ή πάει στη διπλανή ταράτσα. Κάθε λίγο και λιγάκι αντηχούσαν στον πεζόδρομο οι φωνές μου: «Μίμηηηη», «Όχι!», «Μη!», «Κάτω!». Στη συνέχεια δοκίμασα να τον «ασφαλίσω». Του φορούσα το στηθόλουρο, το έπιανα με ένα μακρύ σκοινί και το έδενα στο τραπέζι. Για λίγο η λύση αυτή δούλεψε. Ο Μίμης έκανε τις βόλτες του, μύριζε, πήγαινε, ερχόταν, αλλά δεν μπορούσε να πλησιάσει στα επικίνδυνα σημεία. Η χαρά μου, όμως, δεν κράτησε πολύ. Σύντομα άρχισε να κάνει όλο και πιο περίπλοκες διαδρομές, με αποτέλεσμα να καταλήγει μπουρδουκλωμένος ανάμεσα στα πόδια του τραπεζιού και στις καρέκλες. Έτσι, και αυτό το σχέδιο ναυάγησε.

Ώσπου ήρθε ένας φίλος να μείνει για λίγες μέρες στο σπίτι. «Μην ανησυχείς», μου λέει, «θα τον προσέχω εγώ». Κάθονταν οι δυο τους στο μπαλκόνι για ώρες. Τον λυπόμουν, βέβαια, τον φίλο μου γιατί με το ένα μάτι κοίταζε στον υπολογιστή και με το άλλο παρακολουθούσε τον τυφλό επαναστάτη.

Ένα βράδυ έκανα δουλειές και κάποια στιγμή ρωτάω πού είναι ο Μίμης. «Δεν είναι μέσα;» έρχεται η απάντηση. Σιγά μην ήταν μέσα. Σκοτάδι τριγύρω, άντε να βρεις τον Μίμη. Κάποια στιγμή ξεχώρισα τα άσπρα πατουσάκια του να ανηφορίζουν στον πεζόδρομο. Χωρίς φόβο, χωρίς δισταγμό, ο Μίμης είχε βγάλει φτερά στα πόδια και απομακρυνόταν. Πετάγομαι έξω και με την πιο γλυκιά φωνή μου αρχίζω να τον καλοπιάνω. Και τότε, αντί να έρθει προς το μέρος μου, τάχυνε το βήμα προς την αντίθετη κατεύθυνση. Επιτέλους! Ήταν ελεύθερος να κάνει τη βόλτα του όπως κάθε ανεξάρτητη γάτα που σέβεται τον εαυτό της, και να με πάλι εγώ ξοπίσω του για να του το χαλάσω. Μέχρι να τον πιάσω, προσευχόμουν να μην εμφανιστεί κανένα αυτοκίνητο, να μη σκάσει μύτη κανένας σκύλος ή να μην ακουστεί κανένας θόρυβος που θα τον τρομάξει.

διαφήμιση

Περιττό να πω ότι για τις επόμενες μέρες ο Μίμης έμοιαζε με έγκλειστο φυλακών που του έχουν στερήσει το δικαίωμα προαυλισμού. Ήμουν αποφασισμένη να μην ενδώσω ούτε στη δική του γκρίνια, ούτε και στον φίλο μου, που προσπαθούσε να με πείσει ότι δεν θα τον άφηνε να το ξανασκάσει.

Δύο εβδομάδες αργότερα, ο Μίμης λιαζόταν στα κεραμίδια του διπλανού σπιτιού, αδιαφορώντας παντελώς για την αξιοπιστία του φίλου μου.

 

Συνεχίζεται…

 

Περισσότερος Μίμης (ο γάτος που δεν ήθελα)…

Ο εισβολέας της μιας σπιθαμής (Επεισ. 1)
Πιο ψηλά από όσο φαντάζεσαι (Επεισ. 2)
Ευτυχώς που δεν γαβγίζει! (Επεισ. 3)
Ευτυχώς που δεν γαβγίζει! – Μέρος 2ο (Επεισ. 4)
Ευτυχώς που δεν γαβγίζει! – Μέρος 3ο (Επεισ. 5)
Μας ψεκάζουν! – Eποχική παρένθεση στις περιπέτειες του Μίμη

Photo courtesy of Carlo Raciti | www.carloraciti.com

Photo courtesy of Carlo Raciti | www.carloraciti.com



1 Σχολιο

Σχολιαστε